ἀποδείξω

ἀποδείξω
ἀποδείκνυμι
point away from
aor subj act 1st sg
ἀποδείκνυμι
point away from
fut ind act 1st sg
ἀποδείκνυμι
point away from
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντεπιχειρώ — ἀντεπιχειρῶ ( έω) (Α) 1. επιχειρώ και εγώ από την πλευρά μου 2. κάνω αντεπίθεση, αντεπιτίθεμαι 3. προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο 4. τα αντεπιχειρούμενα εριστικά επιχειρήματα για απόδειξη της αλήθειας ή για έλεγχο των παραπλανητικών… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ …   Dictionary of Greek

  • καταβιάζω — (Α) 1. υποτάσσω βίαια 2. αναγκάζω, παραβιάζω 3. αγωνίζομαι, προσπαθώ να αποδείξω 4. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) καταβεβιασμένον (για χρόνιο νόσημα) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν εἶναι... ὅταν μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”